smarriménto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [zmarriˈmento]
1 καταπτόηση
2 σύγχυση
3 φόβος
4 λιποθυμία
5 ζάλη
6 χάσιμο
7 απώλεια
8 μπέρδεμα
9 σάστισμα
10 περιπλοκή
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [zmarriˈmento]
1 καταπτόηση
2 σύγχυση
3 φόβος
4 λιποθυμία
5 ζάλη
6 χάσιμο
7 απώλεια
8 μπέρδεμα
9 σάστισμα
10 περιπλοκή
permalink
smarrimento (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android