smània
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ˈzmanja]
1 οργή
2 τρέλα
3 φρενίτιδα
4 μανία
5 πάθιασμα
6 πόθος
7 λαχτάρα
8 διασάλευση
9 ταραχή
10 ανησυχία
11 παραζάλη
12 φρένιασμα
13 αλλοφροσύνη
14 αναταραχή
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ˈzmanja]
1 οργή
2 τρέλα
3 φρενίτιδα
4 μανία
5 πάθιασμα
6 πόθος
7 λαχτάρα
8 διασάλευση
9 ταραχή
10 ανησυχία
11 παραζάλη
12 φρένιασμα
13 αλλοφροσύνη
14 αναταραχή
permalink
smania (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android