Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sinuóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sinuˈoso], [sinuˈozo]

1 στραβός
2 στρεβλός
3 κολπωτός
4 που σχηματίζει μαιάνδρους
5 κυματοειδής
6 κολποειδής
7 περιεστραμμένος
8 ελικοειδής
9 φιδωτός
10 στριφτός
11 κολπώδης
12 στρεπτός
13 σκολιός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sinuosità sinusite  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sintonizzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sintonizzato (επίθ.)
sintonizzatore (ουσ αρσ )
sintonizzazione (θηλ.ουσ)
sinuosità (θηλ.ουσ)
sinuoso (επίθ.)
sinusite (θηλ.ουσ)
sinusoidale (επίθ.)
sinusoide (θηλ.ουσ)
sionismo (ουσ αρσ )
sionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sionistico (επίθ.)
siparietto (ουσ αρσ )
sipario (ουσ αρσ )
Siracusa (κύρ.όν. θηλ.)
sire (ουσ αρσ )
sirena (θηλ.ουσ)
Siria (κύρ.όν. θηλ.)
siriaco (ουσ αρσ )
siriaco (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---