Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sipàrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [siˈparjo]

η αυλαία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  siparietto Siracusa  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sinusoide (θηλ.ουσ)
sionismo (ουσ αρσ )
sionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sionistico (επίθ.)
siparietto (ουσ αρσ )
sipario (ουσ αρσ )
Siracusa (κύρ.όν. θηλ.)
sire (ουσ αρσ )
sirena (θηλ.ουσ)
Siria (κύρ.όν. θηλ.)
siriaco (ουσ αρσ )
siriaco (επίθ.)
siriano (ουσ αρσ )
siriano (επίθ.)
siringa (θηλ.ουσ)
siringare (ρ. μτβ.)
siringatura (θηλ.ουσ)
siringe (θηλ.ουσ)
sirio (αρσ. επίθ και ουσ)
sirte (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---