Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sirìaco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [siˈriako]

γλώσσα της Συρίας

sirìaco  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [siˈriako]

ο της Συρίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Siria siriano  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sipario (ουσ αρσ )
Siracusa (κύρ.όν. θηλ.)
sire (ουσ αρσ )
sirena (θηλ.ουσ)
Siria (κύρ.όν. θηλ.)
siriaco (ουσ αρσ )
siriaco (επίθ.)
siriano (ουσ αρσ )
siriano (επίθ.)
siringa (θηλ.ουσ)
siringare (ρ. μτβ.)
siringatura (θηλ.ουσ)
siringe (θηλ.ουσ)
sirio (αρσ. επίθ και ουσ)
sirte (θηλ.ουσ)
sisal (θηλ.ουσ)
sisifo (ουσ αρσ )
sismicità (θηλ.ουσ)
sismico (επίθ.)
sismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---