Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sìsal  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsizal]

αθάνατος agave sisalana


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sirte sisifo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

siringare (ρ. μτβ.)
siringatura (θηλ.ουσ)
siringe (θηλ.ουσ)
sirio (αρσ. επίθ και ουσ)
sirte (θηλ.ουσ)
sisal (θηλ.ουσ)
sisifo (ουσ αρσ )
sismicità (θηλ.ουσ)
sismico (επίθ.)
sismo (ουσ αρσ )
sismografia (θηλ.ουσ)
sismografico (επίθ.)
sismografo (ουσ αρσ )
sismogramma (ουσ αρσ )
sismologia (θηλ.ουσ)
sismologico (επίθ.)
sismologo (ουσ αρσ )
sismometro (ουσ αρσ )
sismoscopio (ουσ αρσ )
sistema (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---