Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sinuosità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sinuosiˈta]

1 ιδιότητα του ελικοειδούς
2 κάμψη
3 κυμάτωση
4 κόλπωση
5 λύγισμα
6 μυχός
7 ορμίσκος
8 στροφή
9 στριφογύρισμα (δρόμου κλπ)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sintonizzazione sinuoso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sintonizzare (ρ. μτβ.)
sintonizzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sintonizzato (επίθ.)
sintonizzatore (ουσ αρσ )
sintonizzazione (θηλ.ουσ)
sinuosità (θηλ.ουσ)
sinuoso (επίθ.)
sinusite (θηλ.ουσ)
sinusoidale (επίθ.)
sinusoide (θηλ.ουσ)
sionismo (ουσ αρσ )
sionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sionistico (επίθ.)
siparietto (ουσ αρσ )
sipario (ουσ αρσ )
Siracusa (κύρ.όν. θηλ.)
sire (ουσ αρσ )
sirena (θηλ.ουσ)
Siria (κύρ.όν. θηλ.)
siriaco (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---