Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


siniscàlco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sinisˈkalko]

επιστάτης φεουδάρχη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  singolo sinistra  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

singolarista (ουσ αρσ και θηλ.)
singolarità (θηλ.ουσ)
singolarmente (επίρ.)
singolo (ουσ αρσ )
singolo (επίθ.)
siniscalco (ουσ αρσ )
sinistra (θηλ.ουσ)
sinistramente (επίρ.)
sinistrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sinistrato (ουσ αρσ )
sinistrato (επίθ.)
sinistrese (ουσ αρσ )
sinistrismo (ουσ αρσ )
sinistro (ουσ αρσ )
sinistro (επίθ.)
sinistrogiro (επίθ.)
sinistroide (ουσ αρσ και θηλ.)
sinistroide (επίθ.)
sinistrorso (ουσ αρσ )
sinistrorso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---