ItalianoGreco


singolarménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [singolarˈmente]

1 χωριστά
2 χώρια
3 μεμονωμένα
4 ένας ένας
5 ανεξάρτητα
6 ατομικά
7 μοναχικά
8 μοναδικά
9 ιδιαιτέρως
10 ασυνήθιστα
11 ξεχωριστά
12 ιδιαίτερα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---