Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsinistràto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [sinisˈtrato] θύμα sinistràto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [sinisˈtrato] 1 που έχει υποστεί βλάβη 2 τραυματισμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |