ItalianoGreco


sinistròrso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sinisˈtrɔrso]

αριστεριστής

sinistròrso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sinisˈtrɔrso]

1 αριστερόστροφος
2 ο της Αριστεράς
3 για χρήση από αριστερόχειρες
4 ανερχόμενος αριστερόστροφα
5 ο των αριστερόχειρων


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---