Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


silvicoltùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,silvikolˈtura]

1 δασολογία
2 δασοκομία
3 δασοπονία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  silvicoltore silvina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

silvano (επίθ.)
silvestre (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
silvia (θηλ.ουσ)
silvicolo (επίθ.)
silvicoltore (ουσ αρσ )
silvicoltura (θηλ.ουσ)
silvina (θηλ.ουσ)
silvite (θηλ.ουσ)
simbionte (ουσ αρσ )
simbiosi (θηλ.ουσ)
simbiotico (επίθ.)
simboleggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
simboleggiatura (θηλ.ουσ)
simbolicamente (επίρ.)
simbolicità (θηλ.ουσ)
simbolico (επίθ.)
simbolismo (ουσ αρσ )
simbolista (ουσ αρσ και θηλ.)
simbolista (επίθ.)
simbolistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---