Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sìlvia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsilvja]

1 συλβία (οικογένεια πτηνών)
2 ανεμώνη του δάσους Anemone nemorosa


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  silvestre silvicolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

siluripedio (ουσ αρσ )
silurista (ουσ αρσ )
siluro (ουσ αρσ )
silvano (επίθ.)
silvestre (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
silvia (θηλ.ουσ)
silvicolo (επίθ.)
silvicoltore (ουσ αρσ )
silvicoltura (θηλ.ουσ)
silvina (θηλ.ουσ)
silvite (θηλ.ουσ)
simbionte (ουσ αρσ )
simbiosi (θηλ.ουσ)
simbiotico (επίθ.)
simboleggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
simboleggiatura (θηλ.ουσ)
simbolicamente (επίρ.)
simbolicità (θηλ.ουσ)
simbolico (επίθ.)
simbolismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---