Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsimbiónte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [simbiˈonte] 1 οργανισμός που συμβιώνει 2 συμβιών οργανισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |