Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


silvàno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [silˈvano]

1 δασικός
2 δασοδίαιτος
3 δασόβιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  siluro silvestre  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

silurificio (ουσ αρσ )
siluriforme (αρσ. επίθ και ουσ)
siluripedio (ουσ αρσ )
silurista (ουσ αρσ )
siluro (ουσ αρσ )
silvano (επίθ.)
silvestre (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
silvia (θηλ.ουσ)
silvicolo (επίθ.)
silvicoltore (ουσ αρσ )
silvicoltura (θηλ.ουσ)
silvina (θηλ.ουσ)
silvite (θηλ.ουσ)
simbionte (ουσ αρσ )
simbiosi (θηλ.ουσ)
simbiotico (επίθ.)
simboleggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
simboleggiatura (θηλ.ουσ)
simbolicamente (επίρ.)
simbolicità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---