Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sgradevolézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [zgradevoˈlettsa]

1 δυσαρέστηση
2 δυσφορία
3 χόλιασμα
4 απαρέσκεια
5 δυσαρέσκεια
6 αντιπάθεια
7 αηδία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sgradevole sgradevolmente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sgorgo (ουσ αρσ )
sgottare (ρ. μτβ.)
sgozzare (ρ. μτβ.)
sgozzatura (θηλ.ουσ)
sgradevole (επίθ.)
sgradevolezza (θηλ.ουσ)
sgradevolmente (επίρ.)
sgradire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sgradito (επίθ.)
sgraffiare (ρ. μτβ.)
sgraffiatura (θηλ.ουσ)
sgraffignare (ρ. μτβ.)
sgraffio (ουσ αρσ )
sgrammaticare (ρ.αμτβ.)
sgrammaticato (επίθ.)
sgrammaticatura (θηλ.ουσ)
sgranamento (ουσ αρσ )
sgranare (ρ. μτβ.)
sgranarsi (ρ.μ. (αντων.))
sgranata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---