Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sgràffio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈzgraffjo]

1 γρατζουνιά
2 γρατσουνιά
3 ξέγδαρμα
4 αμυχή
5 γδάρσιμο
6 εκδορά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sgraffignare sgrammaticare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sgradire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sgradito (επίθ.)
sgraffiare (ρ. μτβ.)
sgraffiatura (θηλ.ουσ)
sgraffignare (ρ. μτβ.)
sgraffio (ουσ αρσ )
sgrammaticare (ρ.αμτβ.)
sgrammaticato (επίθ.)
sgrammaticatura (θηλ.ουσ)
sgranamento (ουσ αρσ )
sgranare (ρ. μτβ.)
sgranarsi (ρ.μ. (αντων.))
sgranata (θηλ.ουσ)
sgranato (επίθ.)
sgranatoio (ουσ αρσ )
sgranatore (ουσ αρσ )
sgranatrice (θηλ.ουσ)
sgranatura (θηλ.ουσ)
sgranchire (ρ. μτβ.)
sgranchirsi (ρ. μ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---