Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsgràffio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈzgraffjo] 1 γρατζουνιά 2 γρατσουνιά 3 ξέγδαρμα 4 αμυχή 5 γδάρσιμο 6 εκδορά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |