Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsgozzatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [zgottsaˈtura] 1 μάδημα (στα χαρτιά) 2 ξετίναγμα χρηματικό 3 καταλήστευση 4 κόψιμο του λαιμού 5 απόσπαση χρημάτων με εκβιασμό permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |