Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sgozzatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [zgottsaˈtura]

1 μάδημα (στα χαρτιά)
2 ξετίναγμα χρηματικό
3 καταλήστευση
4 κόψιμο του λαιμού
5 απόσπαση χρημάτων με εκβιασμό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sgozzare sgradevole  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sgorbio (ουσ αρσ )
sgorgare (ρ.αμτβ.)
sgorgo (ουσ αρσ )
sgottare (ρ. μτβ.)
sgozzare (ρ. μτβ.)
sgozzatura (θηλ.ουσ)
sgradevole (επίθ.)
sgradevolezza (θηλ.ουσ)
sgradevolmente (επίρ.)
sgradire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sgradito (επίθ.)
sgraffiare (ρ. μτβ.)
sgraffiatura (θηλ.ουσ)
sgraffignare (ρ. μτβ.)
sgraffio (ουσ αρσ )
sgrammaticare (ρ.αμτβ.)
sgrammaticato (επίθ.)
sgrammaticatura (θηλ.ουσ)
sgranamento (ουσ αρσ )
sgranare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---