Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sgorbiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [zgorˈbjare]

1 λερώνω
2 μουντζουρώνω
3 μολυβώνω
4 κηλιδώνω
5 κακογράφω
6 γράφω ορνιθοσκαλίσματα
7 γράφω απρόσεκτα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sgorbia sgorbiatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sgonfio (ουσ αρσ )
sgonfio (επίθ.)
sgonfiotto (ουσ αρσ )
sgonnellare (ρ.αμτβ.)
sgorbia (θηλ.ουσ)
sgorbiare (ρ. μτβ.)
sgorbiatura (θηλ.ουσ)
sgorbio (ουσ αρσ )
sgorgare (ρ.αμτβ.)
sgorgo (ουσ αρσ )
sgottare (ρ. μτβ.)
sgozzare (ρ. μτβ.)
sgozzatura (θηλ.ουσ)
sgradevole (επίθ.)
sgradevolezza (θηλ.ουσ)
sgradevolmente (επίρ.)
sgradire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sgradito (επίθ.)
sgraffiare (ρ. μτβ.)
sgraffiatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---