Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsgónfio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈzgonfjo] 1 πομπόν 2 πουφ για πουδράρισμαc sgónfio επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈzgonfjo] 1 σκασμένος (για λάστιχο ή μπαλόνι) 2 ξεφούσκωτος 3 άδειος (από αέρα) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |