Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sgónfio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈzgonfjo]

1 πομπόν
2 πουφ για πουδράρισμαc

sgónfio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈzgonfjo]

1 σκασμένος (για λάστιχο ή μπαλόνι)
2 ξεφούσκωτος
3 άδειος (από αέρα)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sgonfiatura sgonfiotto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sgonfiare (ρ.αμτβ.)
sgonfiare (ρ. μτβ.)
sgonfiarsi (ρ.μ. (αντων.))
sgonfiato (επίθ.)
sgonfiatura (θηλ.ουσ)
sgonfio (ουσ αρσ )
sgonfio (επίθ.)
sgonfiotto (ουσ αρσ )
sgonnellare (ρ.αμτβ.)
sgorbia (θηλ.ουσ)
sgorbiare (ρ. μτβ.)
sgorbiatura (θηλ.ουσ)
sgorbio (ουσ αρσ )
sgorgare (ρ.αμτβ.)
sgorgo (ουσ αρσ )
sgottare (ρ. μτβ.)
sgozzare (ρ. μτβ.)
sgozzatura (θηλ.ουσ)
sgradevole (επίθ.)
sgradevolezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---