Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sfregaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sfregaˈmento]

1 τρίψιμο
2 τριβή
3 προστριβή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sfrecciare sfregare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sfrattare (ρ. μτβ.)
sfrattato (ουσ αρσ )
sfrattato (επίθ.)
sfratto (ουσ αρσ )
sfrecciare (ρ.αμτβ.)
sfregamento (ουσ αρσ )
sfregare (ρ.αμτβ.)
sfregare (ρ. μτβ.)
sfregata (θηλ.ουσ)
sfregatura (θηλ.ουσ)
sfregiare (ρ. μτβ.)
sfregiarsi (ρ.μ. (αντων.))
sfregiato (αρσ. επίθ και ουσ)
sfregiatore (ουσ αρσ )
sfregio (ουσ αρσ )
sfrenare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sfrenarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sfrenatamente (επίρ.)
sfrenatezza (θηλ.ουσ)
sfrenato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---