ItalianoGreco


sfrattàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sfratˈtato]

άνθρωπος που έχει υποστεί έξωση (από οικία)

sfrattàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sfratˈtato]

1 που έχει υποστεί έξωση (από οικία)
2 υποκείμενος σε έξωση
3 εκδιωχθείς


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---