ItalianoGreco


sfregiàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [sfreˈʤato]

1 μαχαιρωμένος
2 πληγωμένος (από οξύ όπλο)
3 παραμορφωμένος
4 δύσμορφος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---