ItalianoGreco


sfrégio, sfrègio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsfreʤo], [ˈsfrɛʤo]

1 κόψιμο
2 προσβολή
3 ασχήμισμα
4 εξύβριση
5 βρισιά
6 παραμόρφωση
7 λάβωμα
8 κοψιά
9 αμυχή
10 ουλή


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---