sfrìdo
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈsfrido]
1 απώλεια
2 συρρίκνωση (εμπορική)
3 μείωση ύλης από τριβή ή εξάτμιση
4 χάσιμο
5 χασούρα
6 φύρα
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈsfrido]
1 απώλεια
2 συρρίκνωση (εμπορική)
3 μείωση ύλης από τριβή ή εξάτμιση
4 χάσιμο
5 χασούρα
6 φύρα
permalink
sfrido (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android