ItalianoGreco


sfrontàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sfronˈtato]

ξεδιάντροπος άνθρωπος

sfrontàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sfronˈtato]

1 θρασύς
2 αυθάδης
3 προπέτης
4 ξεδιάντροπος
5 αναίσχυντος
6 αδιάντροπος
7 ασύστολος
8 ασύνετος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---