Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sfrontatàggine  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sfrontaˈtadʤine]

1 ξεδιαντροπιά
2 παράλογη τόλμη
3 θράσος
4 προπέτεια
5 αδιαντροπιά
6 αυθάδεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sfrondarsi sfrontatamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sfrittellare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sfrittellarsi (ρ.μ. (αντων.))
sfrondamento (ουσ αρσ )
sfrondare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sfrondarsi (ρ.μ. (αντων.))
sfrontataggine (θηλ.ουσ)
sfrontatamente (επίρ.)
sfrontatezza (θηλ.ουσ)
sfrontato (ουσ αρσ )
sfrontato (επίθ.)
sfrusciare (ρ.αμτβ.)
sfruscio (ουσ αρσ )
sfruttabile (επίθ.)
sfruttamento (ουσ αρσ )
sfruttare (ρ. μτβ.)
sfruttato (ουσ αρσ )
sfruttato (επίθ.)
sfruttatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sfuggente (επίθ.)
sfuggevole (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---