Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsfornàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [sforˈnare] 1 βγάζω από το φούρνο 2 παράγω σε μεγάλη ποσότητα 3 ξεφουρνίζω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |