Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sformàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sforˈmato]

1 γιουβέτσι
2 γλυκό με κρέμα (σε φόρμα)

sformàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sforˈmato]

1 στραβοχυμένος
2 κακοκαμωμένος
3 κακοφτιαγμένος
4 δύσμορφος
5 άμορφος
6 ασουλούπωτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sformare sfornaciare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sforacchiare (ρ. μτβ.)
sforbiciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sforbiciata (θηλ.ουσ)
sforbiciatura (θηλ.ουσ)
sformare (ρ. μτβ.)
sformato (ουσ αρσ )
sformato (επίθ.)
sfornaciare (ρ. μτβ.)
sfornare (ρ. μτβ.)
sfornire (ρ. μτβ.)
sfornirsi (ρ.μ. (αντων.))
sfornito (επίθ.)
sfortuna (θηλ.ουσ)
sfortunatamente (επίρ.)
sfortunato (επίθ.)
sforzare (ρ. μτβ.)
sforzarsi (ρ.μ. (αντων.))
sforzatamente (επίρ.)
sforzato (ουσ αρσ )
sforzatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---