Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sfortunataménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [sfortunataˈmente]

1 δυστυχώς
2 ατυχώς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sfortuna sfortunato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sfornare (ρ. μτβ.)
sfornire (ρ. μτβ.)
sfornirsi (ρ.μ. (αντων.))
sfornito (επίθ.)
sfortuna (θηλ.ουσ)
sfortunatamente (επίρ.)
sfortunato (επίθ.)
sforzare (ρ. μτβ.)
sforzarsi (ρ.μ. (αντων.))
sforzatamente (επίρ.)
sforzato (ουσ αρσ )
sforzatura (θηλ.ουσ)
sforzesco (αρσ. επίθ και ουσ)
sforzo (ουσ αρσ )
sfottere (ρ. μτβ.)
sfottersi (ρ.μ. (αντων.))
sfottimento (ουσ αρσ )
sfottitore (αρσ. επίθ και ουσ)
sfottitura (θηλ.ουσ)
sfracellare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---