Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsfondàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [sfonˈdato] προοπτική οφθαλμαπάτης (σε πίνακα) sfondàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [sfonˈdato] 1 απύθμενος 2 ανικανοποίητος 3 χωρίς πάτο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |