Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sfondàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sfonˈdato]

προοπτική οφθαλμαπάτης (σε πίνακα)

sfondàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sfonˈdato]

1 απύθμενος
2 ανικανοποίητος
3 χωρίς πάτο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sfondarsi sfondo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sfoltitrice (θηλ.ουσ)
sfondamento (ουσ αρσ )
sfondare (ρ.αμτβ.)
sfondare (ρ. μτβ.)
sfondarsi (ρ.μ. (αντων.))
sfondato (ουσ αρσ )
sfondato (επίθ.)
sfondo (ουσ αρσ )
sfondone (ουσ αρσ )
sforacchiare (ρ. μτβ.)
sforbiciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sforbiciata (θηλ.ουσ)
sforbiciatura (θηλ.ουσ)
sformare (ρ. μτβ.)
sformato (ουσ αρσ )
sformato (επίθ.)
sfornaciare (ρ. μτβ.)
sfornare (ρ. μτβ.)
sfornire (ρ. μτβ.)
sfornirsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---