ItalianoGreco


sfavillìo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sfavilˈlio]

1 σπιθοβόλημα
2 λάμψη
3 αιγλοβολία
4 αναλαμπή
5 ανταύγεια
6 σπινθηροβόλημα
7 λαμπύρισμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---