sfaticàto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [sfatiˈkato]
1 κηφήνας
2 τεμπελχανάς
3 τζερεμές
4 τεμπέλης
5 ακαμάτης
6 ανεπρόκοπος
sfaticàto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [sfatiˈkato]
1 αργόσχολος
2 φυγόπονος
3 τεμπέλικος
4 αφιλόπονος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [sfatiˈkato]
1 κηφήνας
2 τεμπελχανάς
3 τζερεμές
4 τεμπέλης
5 ακαμάτης
6 ανεπρόκοπος
sfaticàto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [sfatiˈkato]
1 αργόσχολος
2 φυγόπονος
3 τεμπέλικος
4 αφιλόπονος
permalink
sfaticato (ουσ αρσ )
sfaticato (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android