Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sfavóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sfaˈvore]

1 δυσμένεια
2 εχθρική διάθεση
3 αποδοκιμασία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sfavillio sfavorevole  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sfatto (επίθ.)
sfavillamento (ουσ αρσ )
sfavillante (επίθ.)
sfavillare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sfavillio (ουσ αρσ )
sfavore (ουσ αρσ )
sfavorevole (επίθ.)
sfavorevolmente (επίρ.)
sfavorire (ρ. μτβ.)
sfebbrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sfebbrato (επίθ.)
sfegatarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sfegatato (ουσ αρσ )
sfegatato (επίθ.)
sfenodonte (ουσ αρσ )
sfenoidale (επίθ.)
sfenoide (ουσ αρσ )
sfenoide (επίθ.)
sfera (θηλ.ουσ)
sfericamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---