Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sfegatàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sfegaˈtato]

απόκοτος άνθρωπος

sfegatàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sfegaˈtato]

1 ντοπαρισμένος
2 φανατικός
3 σκληροπυρηνικός
4 παθιασμένος
5 φανατισμένος
6 βαμμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sfegatarsi sfenodonte  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sfavorevolmente (επίρ.)
sfavorire (ρ. μτβ.)
sfebbrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sfebbrato (επίθ.)
sfegatarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sfegatato (ουσ αρσ )
sfegatato (επίθ.)
sfenodonte (ουσ αρσ )
sfenoidale (επίθ.)
sfenoide (ουσ αρσ )
sfenoide (επίθ.)
sfera (θηλ.ουσ)
sfericamente (επίρ.)
sfericità (θηλ.ουσ)
sferico (αρσ. επίθ και ουσ)
sferire (ρ. μτβ.)
sferisterio (ουσ αρσ )
sferoidale (επίθ.)
sferoide (ουσ αρσ )
sferometro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---