Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sensualità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sensualiˈta]

1 φιληδονία
2 αισθησιασμός
3 αισθησιακότητα
4 ηδυπάθεια
5 τρυφή
6 αφροδισιασμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sensualistico sensualmente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sensorio (επίθ.)
sensuale (επίθ.)
sensualismo (ουσ αρσ )
sensualista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sensualistico (επίθ.)
sensualità (θηλ.ουσ)
sensualmente (επίρ.)
sensuoso (επίθ.)
sentenza (θηλ.ουσ)
sentenziare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sentenziosamente (επίρ.)
sentenziosità (θηλ.ουσ)
sentenzioso (επίθ.)
sentiero (ουσ αρσ )
sentimentale (ουσ αρσ και θηλ.)
sentimentale (επίθ.)
sentimentalismo (ουσ αρσ )
sentimentalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sentimentalità (θηλ.ουσ)
sentimentalmente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---