Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sensualìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sensuaˈlizmo]

1 ηδονισμός
2 σενσουαλισμός
3 φιλοσοφική θεωρία των επικουρείων
4 αισθησιαρχία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sensuale sensualista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sensore (ουσ αρσ )
sensoriale (επίθ.)
sensorio (ουσ αρσ )
sensorio (επίθ.)
sensuale (επίθ.)
sensualismo (ουσ αρσ )
sensualista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sensualistico (επίθ.)
sensualità (θηλ.ουσ)
sensualmente (επίρ.)
sensuoso (επίθ.)
sentenza (θηλ.ουσ)
sentenziare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sentenziosamente (επίρ.)
sentenziosità (θηλ.ουσ)
sentenzioso (επίθ.)
sentiero (ουσ αρσ )
sentimentale (ουσ αρσ και θηλ.)
sentimentale (επίθ.)
sentimentalismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---