Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sentièro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [senˈtjero]

το μονοπάτι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sentenzioso sentimentale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sentenza (θηλ.ουσ)
sentenziare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sentenziosamente (επίρ.)
sentenziosità (θηλ.ουσ)
sentenzioso (επίθ.)
sentiero (ουσ αρσ )
sentimentale (ουσ αρσ και θηλ.)
sentimentale (επίθ.)
sentimentalismo (ουσ αρσ )
sentimentalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sentimentalità (θηλ.ουσ)
sentimentalmente (επίρ.)
sentimento (ουσ αρσ )
sentina (θηλ.ουσ)
sentinella (θηλ.ουσ)
sentire (ουσ αρσ )
sentire (ρ.αμτβ.)
sentire (ρ. μτβ.)
sentirsi (ρ.μ. (αντων.))
sentitamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---