Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsentìre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [senˈtire] 1 συναίσθημα 2 αίσθημα sentìre ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [senˈtire] 1 έχω οσμή 2 ακούω 3 έχω γεύση ή άρωμα 4 έχω αισθήσεις 5 γεύομαι sentìre ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [senˈtire] 1 (percepire) αισθάνομαι 2 (udire) ακούω sentirsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [senˈtirsi] 1 ομολογώ 2 αναγνωρίζομαι με άλλον 3 αισθάνομαι 4 είμαι permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαsentirsi a disagio = βρίσκομαι σε αμηχανία || sentirsi a proprio agio = αισθάνομαι άνετα || sentirsi male = αισθάνομαι άσχημα || stai a sentire... = άκου να δείς... Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |