Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


senzatétto  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,sentsaˈtetto]

1 άστεγος άνθρωπος
2 άνθρωπος χωρίς σπίτι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  senzapatria senziente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sentito (επίθ.)
sentore (ουσ αρσ )
senza (πρόθ.)
senzadio (ουσ αρσ και θηλ.)
senzapatria (ουσ αρσ και θηλ.)
senzatetto (ουσ αρσ και θηλ.)
senziente (επίθ.)
sepalo (ουσ αρσ )
separabile (επίθ.)
separabilità (θηλ.ουσ)
separare (ρ. μτβ.)
separarsi (ρ. μ. αμτβ.)
separatamente (επίρ.)
separatismo (ουσ αρσ )
separatista (ουσ αρσ και θηλ.)
separatista (επίθ.)
separatistico (επίθ.)
separato (επίθ.)
separatore (αρσ. επίθ και ουσ)
separazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---