Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sentìto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [senˈtito]

1 ενθουσιώδης
2 ένθερμος
3 ολόθυμος
4 ακουστός
5 ολόψυχος
6 αληθινός
7 αγνός
8 ειλικρινής
9 εγκάρδιος
10 τίμιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sentitamente sentore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sentire (ουσ αρσ )
sentire (ρ.αμτβ.)
sentire (ρ. μτβ.)
sentirsi (ρ.μ. (αντων.))
sentitamente (επίρ.)
sentito (επίθ.)
sentore (ουσ αρσ )
senza (πρόθ.)
senzadio (ουσ αρσ και θηλ.)
senzapatria (ουσ αρσ και θηλ.)
senzatetto (ουσ αρσ και θηλ.)
senziente (επίθ.)
sepalo (ουσ αρσ )
separabile (επίθ.)
separabilità (θηλ.ουσ)
separare (ρ. μτβ.)
separarsi (ρ. μ. αμτβ.)
separatamente (επίρ.)
separatismo (ουσ αρσ )
separatista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---