Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sentènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [senˈtɛntsa]

1 απόφαση δικαστηρίου
2 δικαστική απόφαση
3 αφορισμός
4 απόφθεγμα
5 ρητό
6 παροιμία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sensuoso sentenziare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sensualista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sensualistico (επίθ.)
sensualità (θηλ.ουσ)
sensualmente (επίρ.)
sensuoso (επίθ.)
sentenza (θηλ.ουσ)
sentenziare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sentenziosamente (επίρ.)
sentenziosità (θηλ.ουσ)
sentenzioso (επίθ.)
sentiero (ουσ αρσ )
sentimentale (ουσ αρσ και θηλ.)
sentimentale (επίθ.)
sentimentalismo (ουσ αρσ )
sentimentalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sentimentalità (θηλ.ουσ)
sentimentalmente (επίρ.)
sentimento (ουσ αρσ )
sentina (θηλ.ουσ)
sentinella (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---