Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόselvàtico
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [selˈvatiko] 1 γεύση από άγριο θήραμα 2 μυρωδιά θηράματος selvàtico επίθετο Προσφορά I.P.A.: [selˈvatiko] άγριος (-α, -ο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |