Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


selvàggio  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [selˈvadʤo]

άγριος (-α, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  selvaggina selvatichezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sellino (ουσ αρσ )
seltz (ουσ αρσ )
selva (θηλ.ουσ)
selvaggiamente (επίρ.)
selvaggina (θηλ.ουσ)
selvaggio (αρσ. επίθ και ουσ)
selvatichezza (θηλ.ουσ)
selvatico (ουσ αρσ )
selvatico (επίθ.)
selvaticume (ουσ αρσ )
selvoso (επίθ.)
selz (ουσ αρσ )
semaforico (επίθ.)
semaforista (ουσ αρσ και θηλ.)
semaforo (ουσ αρσ )
semantema (ουσ αρσ )
semantica (θηλ.ουσ)
semanticità (θηλ.ουσ)
semantico (επίθ.)
semantista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---