Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


selvatichézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [selvatiˈkettsa]

1 έλλειψη φιλικής διάθεσης
2 αγένεια
3 άγρια κατάσταση
4 σκληρότητα
5 ακοινωνησία
6 αγριότητα
7 θηριωδία
8 πρωτογονισμός
9 βαναυσότητα
10 βαρβαρότητα
11 σκαιότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  selvaggio selvatico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

seltz (ουσ αρσ )
selva (θηλ.ουσ)
selvaggiamente (επίρ.)
selvaggina (θηλ.ουσ)
selvaggio (αρσ. επίθ και ουσ)
selvatichezza (θηλ.ουσ)
selvatico (ουσ αρσ )
selvatico (επίθ.)
selvaticume (ουσ αρσ )
selvoso (επίθ.)
selz (ουσ αρσ )
semaforico (επίθ.)
semaforista (ουσ αρσ και θηλ.)
semaforo (ουσ αρσ )
semantema (ουσ αρσ )
semantica (θηλ.ουσ)
semanticità (θηλ.ουσ)
semantico (επίθ.)
semantista (ουσ αρσ και θηλ.)
semasiologia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---