Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


semàforo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [seˈmaforo]

ο σηματοφόρος, το φανάρι, ο φωτεινός σηματοδότης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  semaforista semantema  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

selvaticume (ουσ αρσ )
selvoso (επίθ.)
selz (ουσ αρσ )
semaforico (επίθ.)
semaforista (ουσ αρσ και θηλ.)
semaforo (ουσ αρσ )
semantema (ουσ αρσ )
semantica (θηλ.ουσ)
semanticità (θηλ.ουσ)
semantico (επίθ.)
semantista (ουσ αρσ και θηλ.)
semasiologia (θηλ.ουσ)
semasiologico (επίθ.)
semasiologo (ουσ αρσ )
sembiante (αρσ. επίθ και ουσ)
sembianza (θηλ.ουσ)
sembrare (ρ.αμτβ.)
seme (ουσ αρσ )
semeiologo (ουσ αρσ )
semeiotica (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---