Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


seggiolóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sedʤoˈlone]

το καρεκλάκι μωρού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  seggiolino seggiovia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

seggio (ουσ αρσ )
seggiola (θηλ.ουσ)
seggiolaio (ουσ αρσ )
seggiolata (θηλ.ουσ)
seggiolino (ουσ αρσ )
seggiolone (ουσ αρσ )
seggiovia (θηλ.ουσ)
segheria (θηλ.ουσ)
seghetta (θηλ.ουσ)
seghettare (ρ. μτβ.)
seghettato (επίθ.)
seghetto (ουσ αρσ )
segmentale (επίθ.)
segmentare (ρ. μτβ.)
segmentarsi (ρ.μ. (αντων.))
segmentazione (θηλ.ουσ)
segmento (ουσ αρσ )
segnacarte (ουσ αρσ )
segnacaso (ουσ αρσ )
segnacolo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---