ItalianoGreco


sèggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsɛdʤo]

η έδρα


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


seggio [αρσ.] elettorale = το εκλογικό τμήμα



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---