Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


segàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [seˈgare]

1 δρέπω
2 θερίζω
3 κόβω
4 κόβω με πριόνι
5 σχίζω με πριόνι
6 κουρεύω (το γρασίδι)
7 πριονίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  segaossa segatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

segale (θηλ.ουσ)
segaligno (επίθ.)
segalino (επίθ.)
segantino (ουσ αρσ )
segaossa (ουσ αρσ )
segare (ρ. μτβ.)
segatore (ουσ αρσ )
segatrice (θηλ.ουσ)
segatura (θηλ.ουσ)
seggetta (θηλ.ουσ)
seggio (ουσ αρσ )
seggiola (θηλ.ουσ)
seggiolaio (ουσ αρσ )
seggiolata (θηλ.ουσ)
seggiolino (ουσ αρσ )
seggiolone (ουσ αρσ )
seggiovia (θηλ.ουσ)
segheria (θηλ.ουσ)
seghetta (θηλ.ουσ)
seghettare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---