ItalianoGreco


segmentàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [segmenˈtare]

1 διαχωρίζω
2 υποδιαιρώ
3 κατατέμνω
4 τεμαχίζω

segmentarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [segmenˈtarsi]

διαχωρίζομαι σε τμήματα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---